- τερψόθυμος
- -ον, Μβλ. τερψίθυμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερψίθυμος — η, ο / τερψίθυμος, ον, ΝΜ, και τερψόθυμος, ον, Μ αυτός που τέρπει την ψυχή, ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + θυμός (πρβλ. δηξί θυμος)] … Dictionary of Greek